- ευάρμοστος
- ος , ον подходящий, соответствующий; приличный;
ευάρμοστον ζεύγος (των νεόνυμφων) — подходящая пара (о новобрачных)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευάρμοστον ζεύγος (των νεόνυμφων) — подходящая пара (о новобрачных)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εὐάρμοστος — well joined masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευάρμοστος — η, ο (ΑΜ εὐάρμοστος, ον) 1. αυτός που είναι καλά προσαρμοσμένος, ο ευκολοπροσάρμοστος, ο ευκολοταίριαστος, ο αρμονικός 2. αυτός που ταιριάζει καλά με κάποιον άλλο, ταιριασμένος («ευάρμοστο ζεύγος νεονύμφων») αρχ. 1. αυτός που συμμορφώνεται εύκολα … Dictionary of Greek
εὐαρμοστότερον — εὐάρμοστος well joined adverbial comp εὐάρμοστος well joined masc acc comp sg εὐάρμοστος well joined neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαρμοστότατον — εὐάρμοστος well joined masc acc superl sg εὐάρμοστος well joined neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαρμόστως — εὐάρμοστος well joined adverbial εὐάρμοστος well joined masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐάρμοστον — εὐάρμοστος well joined masc/fem acc sg εὐάρμοστος well joined neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαρμοστότεροι — εὐάρμοστος well joined masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαρμοστότερος — εὐάρμοστος well joined masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαρμόστοις — εὐάρμοστος well joined masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαρμόστου — εὐάρμοστος well joined masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαρμόστους — εὐάρμοστος well joined masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)